- πλαστοπροσωπία
- ητο να παρουσιάζεται κάποιος αντί για άλλον με δόλιο σκοπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαστοπροσωπία — η, Ν 1. η ενέργεια τού πλαστοπροσωπώ, το να εμφανίζεται κανείς στη θέση άλλου με αθέμιτο σκοπό, το να υποδύεται κανείς την ταυτότητα άλλου προκειμένου να τόν βλάψει ή και για προσωπικό ὁφελος 2. (νομ.) περίπτωση απάτης και, ειδικότερα, η εμφάνιση … Dictionary of Greek